λαμπικάρω

λαμπικάρω
και λαμπικαρίζω [λαμπίκος]
1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο
2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο»)
3. γίνομαι διαυγής
4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπικάρω — λαμπικάρω, λαμπικάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαμπικάρω — λαμπικάρισα, λαμπικαρισμένος 1. μτβ. (για υγρό), αποστάζω. 2. μτφ., καθαρίζω τέλεια: Λαμπικάρισα τα τζάμια. 3. αμτβ., γίνομαι διαυγής: Λαμπικάρισε το μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] …   Dictionary of Greek

  • καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • λαγαρίζω — (Μ λαγαρίζω) [λαγαρός] καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω νεοελλ. 1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής 2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω …   Dictionary of Greek

  • λαμπικαρίζω — βλ. λαμπικάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”